αμάραντος

αμάραντος
Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα, μικρά, πρασινωπά ή κοκκινωπά, σπανιότερα ασπριδερά. Σχηματίζουν χαρακτηριστικές ταξιανθίες, επάκριες ή μασχαλιαίες. Η ελληνική χλωρίδα περιλαβαίνει έξι είδη α., από τα οποία γνωστότερα είναι το βλίτο (α. το βλίτο) και τα αγριόβλιτα (α. ο λευκός, α. ο ανακαμπτόμενος). Πολλοί α. χρησιμοποιούνται για διακόσμηση κήπων, επειδή έχουν εντυπωσιακά χρώματα ανθέων ή φύλλων· συνηθέστεροι είναι ο α. ο τρίχρωμος (ύψος 0,75-1 μ.) με φύλλα κορυφής κοκκινοκιτρινοπράσινα, o α. ο δίχρωμος (ύψος 1-1,50 μ.) με φύλλα κορυφής ροζ-κόκκινα και o α. ο κερκοφόρος (ύψος έως 1 μ.), με άνθη κόκκινα, σε μακρείς γυρτούς κυλίνδρους. Πολλαπλασιάζονται με σπόρο την άνοιξη και ανθίζουν τον Σεπτέμβριο. Προτιμούν θερμές θέσεις στον ήλιο και χώμα πλούσιο και υγρό. Στους κήπους φυτεύονται σε πυκνές ομάδες μέσα στη χλόη. Ο άγριος α., γνωστός επιστημονικά ως τεύκριον το πόλιον, ανήκει στην οικογένεια των λαμπιατών. Είναι πολυετές φρύγανο ύψους 10-30 εκ., με βλαστούς αποξυλωμένους, τριχωτούς. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, σφηνοειδή, ακέραια στη βάση και πριονωτά προς τα πάνω. Τα άνθη του είναι άσπρα. Φυτό αυτοφυές σε χέρσα αμμώδη ή πετρώδη χωράφια σε όλη την Ελλάδα, φυτρώνει επίσης στις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Α. ονομάζονται επίσης άνθη και φυτά, καλλιεργούμενα ή αυτοφυή, που διατηρούν το χρώμα και τη μορφή τους και αφότου ξεραθούν. Χρησιμοποιούνται συνήθως για μπουκέτα διαρκείας, στεφάνια, σταυρούς κλπ. Ανήκουν σε διάφορες οικογένειες, όπως τα είδη του γένους λίχρυσο (οικογένεια συνθέτων), του γένους γάμφενα (οικογένεια αμαραντίδες), του γένους στατική (οικογένεια πλουμπαγινίδες) και των γενών βρίζα, κορταδερία, φλέως (οικογένεια αγρωστίδες). Η βελτίωση της τεχνικής των τεχνητών ανθέων και η ανάλογη διάδοσή της τα τελευταία χρόνια έχουν περιορίσει τη χρήση των α. Άνθος του φυτού ελίχρυσο, που ανήκει στα φυτά με τη γενικότερη ονομασία αμάραντος. Ο αμάραντος ο κερκοφόρος (ουρά της αλεπούς), καλλωπιστικό φυτό, που καλλιεργείται σε κήπους ή γλάστρες για την εντυπωσιακή ταξιανθία του.
* * *
-η -ο (Α ἀμάραντος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που δεν μαραίνεται, δεν ξεραίνεται, ο θαλερός
2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος
3. αμάραντος, ο και αμάραντον, το
είδος φυτού, αλλ. καλοκοιμιθιά, ανθονοΐδα
(δημοτικό τραγούδι) «για ιδές τόν τον αμάραντο σε τί γκρεμό φυτρώνει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαραίνω.
ΠΑΡ. αμαράντινος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαραντοειδής, αμαραντόχρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀμάραντος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάραντος — unfading masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάραντος — η, ο 1. αυτός που δε μαραίνεται, δε φθείρεται, ο ακμαίος: Τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα της αρχαίας Αθήνας είναι αμάραντα. 2. ως ουσ., ο αμάραντος ή το αμάραντο γένος φυτών. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αμάραντα διάφορα φυτά που το περιάνθιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμάραντος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. μ.Χ.).Γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, λίγο αρχαιότερος από τον Γαληνό. Έγραψε το Περί σκηνής, έργο με ανέκδοτα σχετικά με τη ζωή των ηθοποιών της εποχής του. Διακρίθηκε επίσης για την ερμηνεία και τα υπομνήματά του στον Θεόκριτο …   Dictionary of Greek

  • ἀμάραντον — ἀμάραντος unfading masc/fem acc sg ἀμάραντος unfading neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάνου-Πασσά, Κατερίνα — (Αμάραντος Τρικάλων 1936 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Δίδαξε σε ιδιωτικά σχολεία (Λύκεια Βάσκα και Μπαρμπίκα και Εκπαιδευτήρια Δούκα). Παράλληλα ασχολήθηκε και με την παιδική λογοτεχνία. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμαράντοις — Ἀμάραντος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαράντοις — ἀμάραντος unfading masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαράντου — Ἀμάραντος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαράντου — ἀμάραντος unfading masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”